Κυριακή 9 Μαΐου 2010

Σχολιασμός Προσχεδίου Νόμου και Εισηγητικής Εκθέσεως του υπό ψήφιση Νέου Φορολογικού Νομοσχεδίου



Η όλη αντιμετώπιση του δικηγορικού επαγγέλματος από το νέο φορολογικό νομοσχέδιο σε σχέση με το κριτήριο της περιστολής της φοροδιαφυγής επιφέρει ουσιαστικά το αντίθετο αποτέλεσμα.


Το πιο άδικο παράδειγμα που αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση σε συνδυασμό με το Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ) που επιβάλλεται είναι αυτό που αφορά στους δικηγόρους και αναφέρεται αναλυτικά κατωτέρω.


Σε κάθε περίπτωση βασικό είναι να παραδεχτούμε τη φύση του ΦΠΑ ως επιρριπτόμενου φόρου (δηλαδή φόρου που τελικά επιβαρύνει τον τελικό καταναλωτή – πολίτη), μέτρο στην ουσία του κοινωνικά άδικο - αφού στην παρούσα περίπτωση ο κάθε πολίτης που θα προσφεύγει στη Δικαιοσύνη για να βρει το δίκιο του θα επιβαρύνεται πλέον της αμοιβής του δικηγόρου και 23% επί της αμοιβής αυτής ως ΦΠΑ που πρέπει να αποδίδει ο τελευταίος στο Κράτος – και απρόσφορο, με την έννοια ότι ο πολίτης με το φορολογικό νομοσχέδιο που προτείνεται θα έχει έκπτωση δαπάνης 20% επί της συνολικής καταβαλλόμενης αμοιβής (δαπάνης) και άρα ουσιαστικά ζημία 2% που θα απολαμβάνει κατά την υποβολή και εκκαθάριση της ετήσιας δήλωσής του, δηλαδή σε χρονικό διάστημα που απέχει έναν με ενάμιση χρόνο μετά την παροχή της υπηρεσίας. Επομένως έτσι, το μέτρο αντί να είναι προς την κατεύθυνση της απονομής φορολογικής δικαιοσύνης προς όλες τις κατευθύνσεις, γίνεται εργαλείο για την περαιτέρω αύξηση της φοροδιαφυγής.


Προβαίνει όμως κανείς - υπό μία αναπόφευκτα δικηγορική σκοπιά – στην κριτική αναφορά στο εντελώς άστοχο παράδειγμα για το χρόνο έκδοσης της απόδειξης παροχής υπηρεσιών (Α.Π.Υ.) του δικηγόρου που η εισηγητική έκθεση του υπό ψήφιση Νέου Φορολογικού Νομοσχεδίου αναφέρει.


Συγκεκριμένα, με την παράγραφο 22 του Κεφαλαίου Β των προτεινόμενων διατάξεων (Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων [ΚΒΣ] και άλλες διατάξεις) προτείνεται να αντικατασταθεί το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 13 του ΚΒΣ ούτως ώστε να εναρμονιστεί ο χρόνος έκδοσης αποδείξεων παροχής υπηρεσιών των ασκούντων ελευθέριο επάγγελμα με το χρόνο έκδοσης αποδείξεων και των λοιπών περιπτώσεων παροχής υπηρεσιών όλων των επιτηδευματιών, πλην των περιπτώσεων είσπραξης των σχετικών αμοιβών του από το Δημόσιο και τα Ν.Π.Δ.Δ. Αναφέρει δε άστοχα η εισηγητική έκθεση ότι «… με τις νέες διατάξεις η απόδειξη παροχής υπηρεσίας των ελευθέρων επαγγελματιών εκδίδεται με την ολοκλήρωση της παροχής. Όταν δε η παροχή υπηρεσιών διαρκεί, η απόδειξη παροχής υπηρεσίας εκδίδεται κατά το χρόνο που καθίσταται απαιτητό μέρος της αμοιβής, για το μέρος αυτό και την υπηρεσία που παρασχέθηκε. Πάντως η απόδειξη παροχής υπηρεσίας δεν μπορεί να εκδοθεί πέραν της διαχειριστικής περιόδου που παρασχέθηκε η υπηρεσία…»


Νομοτεχνικά η διάταξη μπορεί να κριθεί αντισυνταγματική για πολλούς λόγους, εκ των οποίων ένας είναι ο κυριότερος:


Δεν μπορεί να ισχύει άλλο καθεστώς για το Ελληνικό Δημόσιο και άλλο καθεστώς για τον πολίτη. Δηλαδή δεν μπορεί το Δημόσιο να επιβάλει να εκδίδεται η Α.Π.Υ. όποτε αυτό κρίνει χρονικά ότι μπορεί να πληρώσει, ο δε πολίτης να πληρώνει με την ολοκλήρωση της υπηρεσίας. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΕΚ έχουν τοποθετηθεί επ’ αυτού με σωρεία αποφάσεων, με κυρίαρχη και προεξέχουσα την απόφαση περί ισότητας διοικουμένου και Διοίκησης (άλλως περί της «ισότητας των όπλων»). Η συγκεκριμένη διάταξη διαταράσσει τη σχέση αυτή και δημιουργεί πρόδηλη ανισορροπία.


Αλλά και πρακτικά δεν μπορεί να ισχύσει η εν λόγω διάταξη, διότι στις πλείστες όσες υποθέσεις ο πολίτης προσφεύγει στο δικηγόρο για να αντιμετωπίσει την υπόθεσή του ως σύνολο και συμφωνείται αντίτιμο για το σύνολο της υπόθεσής του. Μια υπόθεση λοιπόν έχει στάδια, που δεν είναι δυνατόν ούτε να εκτιμηθούν από τον πολίτη, ούτε να πληρωθούν κατά τη διάρκεια της εξέλιξης της υπόθεσης.


Σε αυτά τα πλαίσια, ποιος πολίτης μπορεί να κάνει αξιολογικό διαχωρισμό της μελέτης της εκάστοτε υπόθεσης, της διερευνητικής διαδικασίας συμβιβασμού, της άσκησης της αγωγής ή της μηνύσεως, των διαδικαστικών σταδίων της δικονομικής εξέλιξης της υπόθεσης, της εκδίκασης σε πρώτο βαθμό, σε δεύτερο και ενδεχομένως σε αναιρετικό έλεγχο αυτής, σε τυχόν συνεπακόλουθη επαναφορά της υπόθεσης σε δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στο στάδιο της καθαρογραφής της απόφασης, της επίδοσής της, της αναγκαστικής εκτελέσεως, των τυχόν ενστάσεων που θα προβληθούν κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης και τέλος της είσπραξης ή μη της επιδικασμένης απαίτησης.


Σε όλους είναι γνωστό ότι η απονομή της Δικαιοσύνης είναι εξαιρετικά αργή, με βάση τα ισχύοντα δεδομένα και το υπάρχον Δίκαιο, για πολλούς λόγους, στους οποίους δεν θα αναφερθούμε εν προκειμένω. Ο πολίτης δεν έχει καμία ευθύνη γι’ αυτό. Έρχεται στο δικηγόρο, φέρνοντας την υπόθεσή του και αποθέτει εκεί τις ελπίδες του για δίκαιη κρίση. Συνήθως συμφωνείται μεταξύ τους κάποια αμοιβή για κάθε δίκη, που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι τα έξοδα της δίκης (γραμμάτιο προείσπραξης, έξοδα επιδόσεων κλπ.) και στο τέλος συμφωνείται μια περαιτέρω αμοιβή με την είσπραξη ή το αποτέλεσμα της δίκης. Δεν διαχωρίζει στάδια αμοιβών. Έτσι, το κάτωθι αναφερόμενο παράδειγμα της εισηγητικής έκθεσης του υπό ψήφιση Νέου Φορολογικού Νομοσχεδίου καθίσταται ατελέσφορο για πολλούς λόγους.


Παράδειγμα εισηγητικής έκθεσης:


«Δικηγόρος συμφωνεί με πελάτη του, ο οποίος διεκδικεί αποζημίωση από τον αντίδικο, αμοιβή ίση με το δέκα τοις εκατό αυτής, όταν τελεσιδικήσει. Με την οριστική απόφαση του δικαστηρίου στον τελευταίο βαθμό (ή αν επέλθει προηγούμενα συμβιβασμός), καθότι τότε ολοκληρώνεται η παροχή της υπηρεσίας και καθίσταται βέβαιη η απαίτηση, πρέπει να εκδώσει Α.Π.Υ. με το ποσό αυτό ανεξάρτητα αν θα εισπράξει ή όχι το αντάλλαγμα.»


Και τίθενται τα εξής ερωτήματα, με βάση τον Κ.Β.Σ. και την πρακτική της δικηγορίας:


Α) Αν ο δικηγόρος έχει αναλάβει τα έξοδα της δίκης, όπως υπονοεί η εισηγητική έκθεση, και εκδίδει Α.Π.Υ. στο τέλος, με την έκδοση της οριστικής απόφασης, έχει δικαίωμα να εκπέσει τα έξοδα σε αυτή τη διαχειριστική περίοδο που τα έκανε ή θα πρέπει απλά να τα περάσει στα βιβλία του ως έξοδα επομένων χρήσεων (σύμφωνα με τον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος) ενώ έχει ήδη καταβάλει από την τσέπη του ΦΠΑ για τα έξοδα που έχει πραγματοποιήσει σε προηγούμενη χρήση;


Β) Αν η υπόθεση χαθεί, ο δικηγόρος που έχει συστήσει αυτή τη συμφωνία, επειδή δεν θα κόψει τελικά καμία απόδειξη θα χάσει και τα έξοδα που έκανε, αλλά και τον ΦΠΑ που κατέβαλε στις διαχειριστικές χρήσεις που πραγματοποιήθηκαν;


Γ) Με βάση το δεδομένο ότι οι δικηγορικές υποθέσεις κρατούν κατ’ ελάχιστον 3-5 χρόνια και χωρίς ανώτατο χρονικό όριο τα βιβλία των δικηγόρων θα παραμένουν ανέλεγκτα όσο διαρκούν αυτές οι υποθέσεις; Διότι με βάσει το νόμο όταν πραγματοποιείται τακτικός έλεγχος (κλείσιμο βιβλίων) οριστικοποιούνται και τα αποτελέσματα των βιβλίων. Άρα τα έξοδα επομένων χρήσεων πηγαίνουν χαμένα; Άρα ο μόνος λόγος ύπαρξης αυτής της διατάξεως είναι η φορολόγηση της αμοιβής του δικηγόρου χωρίς να ληφθούν υπόψη τι έξοδα έχει κάνει ο τελευταίος για την επίτευξη του σκοπού του πελάτη του;


Δ) Αν, ακόμα και αν θεωρηθούν τα έξοδα αυτά έξοδα επομένων χρήσεων, άρα μη εκπιπτόμενα από τη διαχειριστική χρήση, και αντιπαρέλθουμε το σκόπελο του προηγούμενου ερωτηματικού, σε περίπτωση που η συμφωνία με τον πελάτη για πολλούς λόγους διαρραγεί (ανωτέρα βία, θάνατος, πτώχευση κλπ.) ο δικηγόρος δεν εκπίπτει αυτά τα έξοδα;


Ε) Αν πάνε όλα καλά και επιτευχθεί η οριστική απόφαση, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην εισηγητική έκθεση του υπό ψήφιση Νέου Φορολογικού Νομοσχεδίου και κοινοποιηθεί η απόφαση στον αντίδικο, ο αντίδικος θα έχει τότε να πληρώσει τον πελάτη για να πληρωθεί ο δικηγόρος την αμοιβή του. Και πότε θα γίνει αυτό; Είναι γνωστό σε όλους πόσες αποφάσεις παραμένουν ανεκτέλεστες στα συρτάρια των δικηγορικών γραφείων για πολλούς και διάφορους λόγους…


ΣΤ) Και αν ακόμη εκδοθεί με την οριστική απόφαση η Α.Π.Υ. του δικηγόρου προς τον πελάτη για την αμοιβή του, ο πελάτης θα έχει χρήματα να τον πληρώσει σε εκείνο το χρονικό σημείο, επιβαρυμένα μάλιστα με ΦΠΑ 23%;


Ζ) Τότε ο δικηγόρος θα σταματά την αναγκαστική εκτέλεση κατά του αντιδίκου που μπορεί να πάρει και δύο χρόνια στην καλύτερη περίπτωση (αν εισπράξει) και θα εισπράττει αναγκαστικά από τον πελάτη του; Δηλαδή με την οριστική απόφαση και την έκδοση της Α.Π.Υ. ο δικηγόρος θα έρχεται σε αντίθεση με τον πελάτη – εντολέα του, που δεν έχει σημειωτέον εισπράξει τίποτε μέχρι εκείνη την ώρα και θα αναγκάζει τον εντολέα του για την είσπραξη της αμοιβής του.


Η) Αν δεν έχει δε ο πελάτης να τον πληρώσει, ο δικηγόρος θα έχει επιβαρυνθεί ΦΠΑ 23% επί της αμοιβής του πλέον του φόρου εισοδήματος που μπορεί να φτάνει και το 45%;


Παράδειγμα επί του παραδείγματος της εισηγητικής έκθεσης:


Συμφωνείται εργολαβικό δίκης με αντικείμενο απαίτησης 1.000.000,00 ευρώ για τον πελάτη. Ο δικηγόρος θα λάβει το 10% από την είσπραξη της απαίτησης. Ο πελάτης δεν έχει άλλα περιουσιακά στοιχεία (μπαίνει δηλαδή ο δικηγόρος στη διαδικασία να ελέγξει αν ο πελάτης έχει τη δυνατότητα να τον ικανοποιήσει με τα προσωπικά του περιουσιακά στοιχεία, σε περίπτωση που κερδίσει τη δίκη και δεν μπορεί να εκτελέσει την επιδικασθείσα απαίτηση για να λάβει χρήματα από τον αντίδικο). Ο δικηγόρος καλείται με βάση το προσχέδιο νόμου να εκδώσει Α.Π.Υ. με την έκδοση της οριστικής απόφασης (πριν την εκτέλεση) και παρά τη συμφωνία του με τον πελάτη – εντολέα ότι θα πληρωθεί κατά την είσπραξη της απαίτησης.


1. Εκδίδει Α.Π.Υ. 100.000,00 ευρώ + ΦΠΑ 23%, δηλαδή 123.000,00 ευρώ χωρίς να έχει εισπράξει ούτε ευρώ, γιατί αυτή είναι η συμφωνία του με τον πελάτη του και καλείται να αποδώσει 23.000,00 ευρώ άμεσα στη Δ.Ο.Υ. (Ελληνικό Δημόσιο)


2. Η εκτέλεση δεν γίνεται μέσα στην ίδια διαχειριστική περίοδο και ο δικηγόρος φορολογείται με 45% για την Α.Π.Υ. που εξέδωσε. Δηλαδή ο δικηγόρος, πέραν των άλλων προαναφερομένων εξόδων που δεν μπορεί να εκπέσει υποχρεούται να καταβάλει χωρίς να έχει πάρει ούτε ευρώ 45.000,00 + 23.000,00 = 58.000,00 ευρώ από την τσέπη του!!!


3. Δεν μπορεί για πολλούς λόγους να εκτελέσει και να εισπράξει τα χρήματα από τον αντίδικο ποτέ. Ο δικηγόρος έχει πληρώσει ήδη 58.000,00 ευρώ πλέον των εξόδων των προηγουμένων χρήσεων και πλέον στρέφεται προς τον πελάτη του για την είσπραξη της αμοιβής του. Ο πελάτης του με τη σειρά του του λέει ότι εκείνος συμφώνησε – και έχει δίκιο – ότι θα πάρει χρήματα όταν κι εκείνος εισπράξει – και φυσικά έχει πάλι δίκιο – και έτσι ο δικηγόρος χάνει 58.000,00 ευρώ από την τσέπη του.


Είναι γεγονός που ελεύθερα συνάγεται ότι το προτεινόμενο φορολογικό νομοσχέδιο καταρτίσθηκε πρόχειρα και σαφώς δεν ελήφθη υπόψη ο κοινωνικός χαρακτήρας αυτού του σχεδίου.


Το παρόν νομοσχέδιο δυναμιτίζει τις σχέσεις του πολίτη με το δικηγόρο και όχι μόνο από τα προεκτεθέντα γεγονότα που έχουν σχέση με το ΦΠΑ και που έρχονται σε αντίθεση με τον κοινωνικό χαρακτήρα του λειτουργήματος του δικηγόρου (άμισθος δημόσιος λειτουργός).


Η παροχή της δικαστικής προστασίας του πολίτη, κατοχυρωμένη συνταγματικά (άρθρο 20 παρ.1), αλλά και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 6 ΕΣΔΑ) γίνεται ακριβότερη κατά 23% τουλάχιστον, λόγω της επιβολής του ΦΠΑ.


Ωστόσο και μια δημοσιονομική - οικονομική προσέγγιση του θέματος δεν οδηγεί σε ασφαλέστερα συμπεράσματα, όταν θεωρείται ευρέως αποδεκτό ότι η αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης και η επιβολή ΦΠΑ στις δικηγορικές υπηρεσίες δεν προβλέπεται να οδηγήσει σε αύξηση των φορολογικών εσόδων. Αντίθετα, θα συντελέσει σε περαιτέρω αύξηση της φοροδιαφυγής και θα δημιουργήσει ένα γενικευμένο κλίμα ανασφάλειας και αναταραχής μέσα στην άσχημη οικονομική περίοδο που διάγουμε, αφού, όπως αναπτύχθηκε ανωτέρω, η μη έκδοση απόδειξης παροχής υπηρεσιών θα ωφελεί πλέον τόσο το δικηγόρο, ο οποίος θα καταβάλει λιγότερο φόρο εισοδήματος, όσο και τον πελάτη, ο οποίος δεν θα καταβάλει τον αναλογούντα ΦΠΑ, δημιουργώντας με αυτές τις συνθήκες κίνητρο για την περαιτέρω αύξηση και όχι για τη μείωση της φοροδιαφυγής.


Άλλωστε, από πλευράς δημοσίων εσόδων, η απόδοση του μέτρου της επιβολής του ΦΠΑ δεν θα έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα, αφού ως γνωστόν το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων των δικηγόρων προέρχονται από επιτηδευματίες που έχουν δικαίωμα έκπτωσης του ΦΠΑ των δαπανών τους και επιπλέον το δικαίωμα έκπτωσης που θα γεννηθεί για τον ΦΠΑ των δαπανών των δικηγόρων θα είναι περίπου ίσο με τον ΦΠΑ των εσόδων τους από ιδιώτες μη - υποκείμενους σε ΦΠΑ.


Καθίσταται επομένως σαφές ότι το μόνο αποτέλεσμα που θα έχει η επιβολή ΦΠΑ στις υπηρεσίες δικηγόρων είναι η περαιτέρω οικονομική επιβάρυνση των ιδιωτών - με τη μετακύλιση σε αυτούς του ΦΠΑ - εν μέσω μάλιστα της οικονομικής κρίσης και επιπλέον χωρίς καμία δημοσιονομική ωφέλεια.


Εν κατακλείδι, και τα υπόλοιπα μέτρα τροποποιήσεων του ΚΒΣ πρέπει να μπουν σε διαδικασία ενδελεχούς μελέτης (τα ερωτηματικά τίθενται ανωτέρω) και σε κλίμα συνεργασίας, συνεννόησης και συναπόφασης για την οικονομική κρίση που περνάει ο τόπος, για να ληφθούν αποφάσεις προς όφελος όλων των ενδιαφερομένων μερών: Κράτους – Πολιτών – Δικηγόρων.










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου