Κυριακή 9 Μαΐου 2010

ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΙΑ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ -ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΙΑΤΡΟΥ- ΕΥΘΥΝΗ ΑΠΟΝΤΩΝ ΕΝ ΕΦΗΜΕΡΙΑ ΕΙΔΙΚΩΝ ΙΑΤΡΩΝ

Έχοντας υπ’ όψιν τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας και τα εν γένει πονήματα για το δίκαιο της υγείας θα πρέπει να δεχτούμε ότι η ποινική ευθύνη του ιατρού είναι ενιαία ανεξαρτήτως ειδικότητας. Πρόκειται ειδικότερα για την ευθύνη που έχει ο ιατρός όταν με τις πράξεις ή παρα­λείψεις του παραβιάζει μια ή περισσότερες διατάξεις νόμου για τις ο­ποίες επιβάλλεται ποινή, η οποία προβλέπεται από τον Ποινικό Κώδικα, όταν δηλαδή από τις πράξεις ή παραλείψεις του ιατρού προέκυψε κάποιο ποινικό αδίκημα, εξ αιτίας του ο­ποίου τέθηκε σε κίνδυνο κάποιο έννομο αγαθό, για την προσβολή του ο­ποίου ο Νόμος προβλέπει την επιβολή ποινής.
            Τα ποινικά αδικήματα στα οποία είναι πιθανόν να υποπέσει ο ιατρός κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:
 α. σε εγκλήματα από πρόθεση και β. σε εγκλήματα από αμέλεια.
Εν προκειμένω θα ασχοληθούμε με τη δεύτερη κατηγορία.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 28 και 314 παρ. 1 ΠΚ συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπόμενου από αυτές εγκλήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια απαιτείται:
1) να μην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη, κατ’ αντικειμενική κρίση, προσοχή την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις να καταβάλλει με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνθήκες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική,
2) να μπορούσε αυτός, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και κυρίως συνεπεία της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματος του να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από έλλειψη της προδιαληφθείσης προσοχής είτε δεν προέβλεψε (άνευ συνειδήσεως αμέλεια), είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν (συνειδητή αμέλεια) και
3) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης ή παράλειψης του δράστη και του επελθόντος αποτελέσματος.
Ενόψει αυτών υπάρχει ευθύνη του ιατρού για σωματική βλάβη από αμέλεια στις περιπτώσεις εκείνες που το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται σε παράβαση από τον ιατρό των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της προσοχής για τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση και η ενέργειά του δεν ήταν σύμφωνη με το αντικειμενικώς επιβαλλόμενο καθήκον της επιμέλειας (ΑΠ 2432/2003).
Με αφορμή τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, θα ασχοληθούμε με δύο πολύ ενδιαφέρουσες αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων, σχετικές με τα θέματα της αμέλειας και της ποινικής ευθύνης του ιατρού.
  • ΜΕΡΟΣ Α’: ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΑΠ 1648/2007

Ι. Με την υπ’ αριθμ. 1648/2007 απόφασή του ο ΑΠ αναίρεσε λόγω αντιφατικής αιτιολογίας την υπ’ αριθμ. 52/2005 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Δωδεκανήσου, με την οποία αθωώθηκαν οι κατηγορούμενοι ιατροί για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια. Τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε το Τριμ. Εφετείο έχουν ως εξής:
Στις 11-6-2000 ο Άγγλος υπήκοος Κ.Ρ., που βρισκόταν για διακοπές στη Ρόδο, περί τη 01.30 π.μ. έφυγε από κέντρο διασκέδασης έχοντας καταναλώσει αρκετή ποσότητα αλκοόλ για να επιστρέψει στο ξενοδοχείο. Περί τις 02.00 π.μ., δύο φίλοι του, που δεν τον βρήκαν στο δωμάτιο, τον εντόπισαν πεσμένο στην αυλή του ξενοδοχείου, χωρίς όμως να γνωρίζουν τι ακριβώς είχε συμβεί. Εκ των υστέρων διαπιστώθηκε ότι είχε πέσει από το μπαλκόνι του δωματίου του στον 3ο όροφο του ξενοδοχείου. Ο Κ.Ρ. μεταφέρθηκε άμεσα στο Νοσοκομείο, όπου εφημέρευαν ο πρώτος κατηγορούμενος-ειδικευόμενος ιατρός, ο δεύτερος κατηγορούμενος-ειδικός χειρούργος ιατρός και ο τρίτος κατηγορούμενος-χειρούργος ορθοπεδικός ιατρός.
Αμέσως μετά την εισαγωγή του Κ.Ρ. στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών, ο πρώτος κατηγορούμενος ρώτησε τους συνοδεύοντες τον Κ.Ρ. για τις συνθήκες του τραυματισμού του (το ύψος της πτώσης, αν επρόκειτο για ελεύθερη πτώση, αν υπήρχε κάποιος μάρτυρας που να είδε την πτώση), χωρίς όμως να μπορέσει να λάβει λεπτομερή ενημέρωση, καθότι αυτοί δεν ήταν παρόντες. Στη συνέχεια, προέβη στις αναγκαίες ιατρικές εξετάσεις: μέτρηση πίεσης, εξέταση κοιλιάς, λήψη αίματος για εξετάσεις, που ήταν φυσιολογικές, χορήγηση ορού, εξέταση κεφαλής και συρραφή τραύματος στο τριχωτό της κεφαλής και παραπομπή για ακτινογραφίες κρανίου, οσφυϊκής μοίρας, κόκκυγα, λεκάνης και ισχίου, οι οποίες έδειξαν πιθανό κάταγμα κόκκυγα, ενώ οι ακτινογραφίες λεκάνης και ισχίου δεν πραγματοποιήθηκαν, γιατί ο τραυματίας ήταν ανήσυχος λόγω της επήρειας της μέθης (περιεκτικότητα του αίματός του σε οινόπνευμα 1,93%).
Από τα αποτελέσματα των εξετάσεων και από ολόκληρη την εικόνα του ασθενούς (ανήσυχος, με εμφάνιση και συμπεριφορά μεθυσμένου ανθρώπου, χωρίς διαταραχή συνειδησιακού επιπέδου) ο πρώτος κατηγορούμενος κατέληξε στη διάγνωση ότι ο τραυματίας είχε υποστεί θλάση οσφυϊκής μοίρας, σπονδυλικής στήλης, πιθανό κάταγμα κόκκυγα και τραύμα τριχωτού κεφαλής από πτώση επί του εδάφους και τον παρέπεμψε στην ορθοπεδική κλινική για περαιτέρω νοσηλεία. Ωστόσο, λίγη ώρα αργότερα, στις 06.00 π.μ. ο Κ.Ρ. κατέληξε λόγω αιμορραγικού σοκ (απώλεια αίματος λόγω αποκοπής του μίσχου του νεφρού) με συνδρομή μέθης.
II. Με αυτά τα δεδομένα, το Τριμ. Εφετ. Πλημ. Δωδ. έκρινε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος προέβη σε όλες τις ενδεδειγμένες ιατρικές ενέργειες και κατέβαλε κάθε δυνατή προσοχή κατά την εφαρμογή των κανόνων της Ιατρικής, και για το λόγο αυτό δεν τον βαρύνει ουδεμία αμέλεια. Εξάλλου, δεν υπήρχαν τα αντικειμενικά εκείνα ευρήματα που θα έκαναν αυτόν (ή τον οποιονδήποτε μέσο ειδικευόμενο ιατρό, που θα επιδείκνυε την αρμόζουσα επιμέλεια) να υποψιαστεί την περίπτωση της εσωτερικής αιμορραγίας, που οδήγησε στο θάνατο του ασθενούς. Η φυσιολογική κλινική του εικόνα, η έκταση των τραυμάτων, αλλά και η κατάσταση μέθης στην οποία βρισκόταν, σε συνδυασμό με το ελλιπές ιστορικό των συνθηκών του τραυματισμού, ενήργησαν παραπλανητικά, με αποτέλεσμα να μην μπορέσει αυτός να υποψιαστεί την αποκόλληση του μίσχου του νεφρού, που υπήρξε και η αιτία θανάτου του τραυματία.
Περαιτέρω, το Τριμ. Εφετ. Πλημ. Δωδ. δέχτηκε ότι η απουσία του δεύτερου κατηγορουμένου-Διευθυντή της Α' Χειρουργικής Κλινικής και εφημερεύοντα χειρούργου ιατρού, καθώς και του τρίτου κατηγορουμένου-εφημερεύοντα χειρούργου ορθοπεδικού ιατρού, οι οποίοι δεν ήταν δυνατό να ανευρεθούν, ενώ όφειλαν να βρίσκονται στην Κλινική, δεν συνδέεται αιτιωδώς με τον επελθόντα θάνατο του Κ.Ρ., καθότι αποδείχθηκε ότι δεν υπήρχε επαρκής χρόνος για να αντιμετωπισθεί χειρουργικά και να αποτραπεί το επελθόν αποτέλεσμα, κι έτσι οδηγήθηκε σε απαλλακτική και γι' αυτούς κρίση για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας από αμέλεια. Εξάλλου, ο τρίτος κατηγορούμενος και λόγω ειδικότητας (ορθοπεδικός) δεν ήταν ο αρμόδιος ιατρός για την αναγκαία ιατρική χειρουργική επέμβαση.
III. Ο Άρειος Πάγος αναίρεσε την ανωτέρω απόφαση επισημαίνοντας 4 σημεία στην αιτιολογία της Τριμ. Εφετ. Πλημ. Δωδ. 52/2005, που θεωρήθηκε ότι εμπεριέχουν ασάφειες και αντιφάσεις. Έτσι, κρίθηκε αντιφατικό:
1. ότι, ενώ στο σκεπτικό της η απόφαση δέχεται ότι εκ των υστέρων διαπιστώθηκε ότι ο αποβιώσας είχε πέσει από μπαλκόνι του τρίτου ορόφου του ξενοδοχείου,   στη   συνέχεια αναφέρει, ότι η πτώση του «ήταν από ύψος 3 μέτρων», με αποτέλεσμα να οδηγείται κανείς ευκολότερα στην εκδοχή ότι ο τραυματίας δεν εμφάνιζε κατάγματα.
2.  ότι, παρά το ότι δεν εκτελέστηκαν οι ακτινογραφίες λεκάνης και ισχίου, παρά την εντολή   του   πρώτου   κατηγορούμενου, δεν καταλογίζεται σε αυτόν ευθύνη από αμέλεια για τη μη εκτέλεση της εντολής του.
3. ότι, παρά το ότι ο πρώτος κατηγορούμενος αναζήτησε τον εφημερεύοντα ειδικό χειρούργο ιατρό μέσω της ενδοεπικοινωνίας (μπίπερ), χωρίς, όμως, να καταφέρει να τον εντοπίσει, δεν του καταλογίζεται καμία ευθύνη από  αμέλεια  για τη «μη  αναζήτηση  του τελευταίου (δηλ. του ειδικού ιατρού) δια παντός άλλου μέσου εντός ή εκτός του νοσοκομείου».
4. ότι, παρά το ότι δεν κατέστη δυνατή η ανεύρεση του δεύτερου και τρίτου κατηγορουμένου, εφημερευόντων ιατρών της Χειρουργικής και Ορθοπεδικής Κλινικής, αντίστοιχα, η απόφαση του Τριμ. Εφετ. Πλημ. Δωδ. δέχθηκε ότι η παρουσία τους δεν θα μπορούσε να αποτρέψει την επέλευση του αποτελέσματος, καθότι δεν υπήρχε επαρκής χρόνος για τη χειρουργική αντιμετώπιση του τραυματία και την αποτροπή του επελθόντος αποτελέσματος, παραβλέποντας, όμως, ότι αναλώθηκε πολύτιμος για τη ζωή του θανόντος χρόνος στην προσπάθεια ανεύρεσής τους.
IV. Εξετάζοντας κανείς την ΑΠ 1648/2007 παρατηρεί καταρχάς ότι αυτή εισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης και δεν εξετάζει απλά τα τυχόν νομικά σφάλματα. Επιπλέον, δίνει λαβή και για ορισμένες επισημάνσεις σχετικά με την ιατρική ευθύνη.
α. Είναι προφανές ότι η πρώτη παρατήρηση, σχετικά με το ύψος από το οποίο έπεσε ο θανών, καθ' υποφοράν εκφράζει την πεποίθηση ότι τον πρώτο κατηγορούμενο-ειδικευόμενο ιατρό βαρύνει αμέλεια για πλημμελή διάγνωση, δεδομένου ότι, όπως δέχεται ο ΑΠ, « ...τα ίχνη επί του σώματός του ήταν προδήλως εμφανή και μπορούσαν να διαγνωσθούν εύκολα από οποιονδήποτε ιατρό».
Η πρώτη και πολύ απλή παρατήρηση που μπορεί να κάνει κανείς είναι ότι η συγκεκριμένη λανθασμένη αναφορά στο ύψος της πτώσης μπορεί να οφείλεται σε απλή παραδρομή και σύγχυση ως προς το αν το αριθμητικό 3 αφορά στον όροφο ή στο ύψος. Ασφαλώς, μια τέτοια παραδρομή δεν συνιστά αντιφατική αιτιολογία.
Αλλά και περαπέρα, στην αναιρεθείσα απόφαση επαρκώς και χωρίς ασάφειες αιτιολογείται για ποιους λόγους, παρότι ο πρώτος των κατηγορουμένων δεν αντι­λήφθηκε ότι η πτώση έγινε από τόσο μεγάλο ύψος, δεν βαρύνει αυτόν ουδεμία αμέλεια για πλημμελή διάγνωση.
Ειδικότερα, ως πλημμελής διάγνωση, που μπορεί να θεμελιώσει ποινική ιατρική ευθύνη, αν οδηγήσει σε θάνατο ή σωματική βλάβη, θεωρείται μεταξύ άλλων η μη λήψη ή η πλημμελής λήψη ιστορικού, η πλημμελής αντικειμενική κλινική εξέταση, η παράλειψη παραγγελίας αναγκαίων εργαστηριακών εξετάσεων, η λανθασμένη ερμηνεία των ευρημάτων, η παράλειψη σύστασης ιατρού της κατάλληλης ειδικότητας κλπ.
Ορθά δέχθηκε η αναιρεθείσα ότι ο πρώτος κατηγορούμενος δεν υπέπεσε σε κανένα από τα παραπάνω σφάλματα. Αντιθέτως, αμέσως μερίμνησε για τη λήψη ιστορικού και με τις περιορισμένες πληροφορίες που είχε για τις συνθήκες του ατυχήματος και τα ελάχιστα ευρήματα που υπήρχαν, προέβη σε όλες τις αναγκαίες και ενδεδειγμένες ιατρικές ενέργειες και ερμήνευσε κατά το αναμενόμενο από το μέσο ειδικευόμενο ιατρό τα αποτελέσματα των εξετάσεων αυτών. Η παραπλανητική εικόνα που αποκόμισε οφείλεται, όπως αναλυτικά εξέθεσε το Τριμ. Εφετ Πλημ. Δωδ, στην εν γένει φυ­σιολογική κλινική εικόνα του ασθενούς σε συνδυασμό με το ελλιπές ιστορικό και την κατάσταση μέθης στην οποία βρισκόταν ο τραυματίας, η οποία και δυσχέραινε την επικοινωνία. Συνεπώς, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι ο πρώτος κατηγορούμενος είχε λανθασμένα θεωρήσει ότι η πτώση έγινε από τα 3 μέτρα, η υπόθεση αυτή δεν τον έκανε να επαναπαυθεί και να απόσχει κάποιας από τις ενδεδειγμένες ενέργειες, όπως φαίνεται να υπονοεί η απόφαση του ΑΠ. Ούτε η μη πραγματοποίηση των ακτινογραφιών λεκάνης και ισχίου μπορεί να αποδοθεί σε αμέλειά του, όπως θεωρεί ο ΑΠ, δεδομένου ότι αυτή δεν οφείλεται σε ολιγωρία του, αλλά στο γεγονός, ότι, όπως εκτίθεται και στην αναιρεθείσα απόφαση, ο τραυματίας ήταν ανήσυχος και μη συνεργάσιμος λόγω της μέθης και προφανώς αυτές θα γίνονταν μόλις ηρεμούσε ο ασθενής.
Εξάλλου, ακριβώς επειδή δεν είναι σπάνιο στα ιατρικά δεδομένα είτε να μην είναι καν δυνατή η λήψη ιατρικού ιστορικού είτε να μεταφέρονται στον ιατρό λανθασμένες πληροφορίες για τις συνθήκες του τραυ­ματισμού, οι ιατροί δεν πρέπει να αρκούνται σε όσα τους αναφέρονται, αλλά να βασίζουν τη διάγνωσή τους στην κλινική εικόνα του ασθενούς και στα αντικειμενικά ευρήματα, όπως και έπραξε ο πρώτος κατηγορούμενος χωρίς να παραβιάσει κανένα αντικειμενικό καθήκον επιμέλειας. Η εσφαλμένη διάγνωση δεν ήταν προϊόν αμέλειας του κατη­γορουμένου, δεδομένου ότι στην ίδια διάγνωση θα κατέληγε ο μέσος ειδικευόμενος ιατρός, που θα επεδείκνυε τη δέουσα επιμέλεια, με τις συγκεκριμένες γνώσεις για τα πραγματικά περιστατικά, τις ενδείξεις, τα κλινικά ευρήματα, δεδομένης και της σπανιότητας της πραγματικής αιτίας θανάτου του τραυματία.
β. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η τρίτη παρατήρηση σχετικά με την υποχρέωση του πρώτου κατηγορούμενου-ειδικευόμενου ιατρού να ειδοποιήσει τον ειδικό εφη­μερεύοντα ιατρό. Πράγματι, οι ειδικευόμενοι ιατροί δεν μπορούν να ασκούν αυτόνομα την ιατρική, δεν έχουν την ελευθερία να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες και τελούν υπό την άμεση εποπτεία και καθοδήγηση των ειδικών ιατρών. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, έχουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις από τις οποίες δεν μπορούν να απέχουν. Μία από αυτές είναι και η έγκαιρη ειδοποίηση και ενημέρωση για το εκάστοτε περιστατικό του ειδικού ιατρού. Τυχόν παράλειψη της ειδοποίησης καθιστά τον ειδικευόμενο ιατρό υπεύθυνο για την επέλευση της σωματικής βλάβης ή του θανάτου του ασθενούς, εφόσον βέβαια η παράλειψη συνδέεται αιτιωδώς με το ζημιογόνο αποτέλεσμα".
Επομένως, ιδιαίτερα κρίσιμο είναι τι ακριβώς θεωρείται ότι συμπεριλαμβάνει η έννοια «έγκαιρη ειδοποίηση» και μέχρι ποιου σημείου φτάνει αυτή η υποχρέωση του ειδικευόμενου ιατρού. Κατά τον ΑΠ, ο πρώτος κατηγορούμενος-ειδικευόμενος ιατρός επέδειξε αμέλεια, καθότι έπρεπε να αναζητήσει τον ειδικό ιατρό και «διά παντός άλλου μέσου εντός ή εκτός του νοσοκομείου» και να μην αρκεστεί στην αναζήτησή του «μόνο» μέσω του συστήματος ενδοεπικοινωνίας. Προφανές είναι ότι η θέση αυτή είναι τουλάχιστον υπερβολική. Η υποχρέωση των ειδικευομένων να εντοπίζουν και να ενημερώνουν εγκαίρως τους ειδικούς ιατρούς δεν μπορεί να φτάνει μέχρι αυτού του σημείου. Διαφορετικά, θα δεχόμασταν, ότι αυτοί πρέπει να αναλώνουν κόπο και κυρίως χρόνο στην προσπάθεια εντοπισμού του ειδικού ιατρού, αντί να μεριμνούν για την άμεση αντιμετώπιση του περιστατικού που εισάγεται στο Νοσοκομείο. Δεδομένης δε της κατακριτέας πλην υπαρκτής πραγματικότητας που επικρατεί στα Νοσοκομεία, θα έπρεπε οι ειδικευόμενοι να μην αναλαμβάνουν οποιοδήποτε περιστατικό πριν κατορθώσουν με κάποιο ή μάλλον με οποιονδήποτε τρόπο να εντοπίσουν τον ειδικό ιατρό, οπουδήποτε κι αν βρίσκεται αυτός. Αλλά, αν δεν είναι επαρκής η ειδοποίηση του ειδικού ιατρού μέσω του συστήματος ενδοεπικοινωνίας, που άλλωστε αυτό το σκοπό εξυπηρετεί, εύλογα αναρωτιέται κανείς ποιων άλλων μέσων θα πρέπει να μετέρχεται ο ειδικευόμενος ιατρός προκειμένου να θεωρηθεί ότι εκπλήρωσε επιμελώς το καθήκον του να ειδοποιήσει τον ειδικό ιατρό. Και πώς θα διαφοροποιείται από άποψη ποινικής αξιολόγησης η περίπτωση εκείνου του ειδικευομένου που παραλείπει εντελώς να ενημερώσει τον ειδικό ιατρό;
Προφανές είναι ότι η αναζήτηση του ειδικού ιατρού με κάθε άλλο μέσο εντός ή εκτός του νοσοκομείου δεν μπορεί να συνιστά την απαιτούμενη και αναμενόμενη από έναν ειδικευόμενο ιατρό συμπεριφορά. Κάτι τέτοιο υπερβαίνει κατά πολύ το περιεχόμενο της υποχρέωσης που έχει αυτός, αλλά έρχεται και σε αντίθεση με την κοινή λογική και εν τέλει θα μπορούσε να λειτουργήσει και σε βάρος των συμφερόντων του ασθενούς.
γ. Τέλος, σε σχέση με τον δεύτερο και τρίτο των κατηγορουμένων, που απουσίαζαν από το Νοσοκομείο εν ώρα εφημερίας, δεν μπορεί παρά να δεχθεί κανείς ότι πράγματι από την εισαγωγή του ασθενούς μέχρι να εντοπιστούν αναλώθηκε πολύτιμος χρόνος. Ωστόσο, πέρα από το αυτονόητο, ότι αυτοί προφανώς όφειλαν να βρίσκονται στο χώρο του Νοσοκομείου, παραμένει ζήτημα απόδειξης το κατά πόσο η χρονική αυτή καθυστέρηση συνδέεται αιτιωδώς με τον επελθόντα θάνατο του τραυματία. Ορθά, πάντως, επισημαίνεται στην απόφαση του ΑΠ, ότι η παραδοχή της αναιρεθείσας απόφασης για τη μη αιτιώδη σύνδεση του θανάτου του Κ.Ρ. με την απουσία των δύο κατηγορουμένων, εν όψει της ραγδαίας εξέλιξης της υγείας του και των μικρών χρονικών  περιθωρίων επέμβασης, έπρεπε να αιτιολογείται ειδικά. Και ναι μεν για τον τρίτο κατηγορούμενο η κατάσταση φαίνεται να είναι πιο ξεκάθαρη, λόγω του ότι ως ορθοπεδικός δεν ήταν πράγματι ο αρμόδιος ιατρός για την ενδεδειγμένη ιατρική επέμβαση. Για τον δεύτερο κατηγορούμενο-ιατρό χειρούργο, όμως, είναι αληθές ότι δεν αναφέρεται στην αναιρεθείσα απόφαση από πού ακριβώς προκύπτει ότι η απουσία του από το Νοσοκομείο κατά την ώρα που κλήθηκε, δεν συνδέεται αιτιωδώς με το θάνατο του Κ.Ρ., δεδομένου ότι, αν βρισκόταν στο Νοσοκομείο, θα τον εξέταζε άμεσα και με τις γνώσεις και την πείρα του ενδεχομένως να αντιλαμβανόταν ή να υποψιαζόταν την κρισιμότητα της κατάστασης και να επενέβαινε κατά τρόπο σωτήριο για τον ασθενή.

  • ΜΕΡΟΣ Β’: ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΑΠ 264/2006

Με την υπ’ αριθμ. 264/2006 απόφασή του ο ΑΠ αναίρεσε την υπ’ αριθμόν 3914/2004 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκη, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι είναι αιτιολογημένη η καταδίκη του κατηγορούμενου ιατρού για σωματική βλάβη από αμέλεια, ο οποίος ιατρός, όταν προσήλθε η έγκυος ασθενής με αιμορραγία στην κλινική όπου εφημέρευε, δε φρόντισε για την άμεση εισαγωγή της στο χειρουργείο και για την άμεση χορήγηση σε αυτήν αίματος και ορών, όπως επίσης δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα προς άμεσο εφοδιασμό της κλινικής με ποσότητες αίματος και πλάσματος, ώστε η αντιμετώπισή της στο χειρουργείο της κλινικής να είναι ασφαλής. Περαιτέρω δε φρόντισε ούτε για την άμεση διακομιδή της σε εφημερεύον νοσοκομείο, στο οποίο η κατάσταση της θα μπορούσε να αποτραπεί χωρίς κίνδυνο βλάβης, με αποτέλεσμα να περιέλθει η ασθενής σε κωματώδη κατάσταση.
Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό συνδυαζόμενο με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης, δέχτηκε μετ’ εκτίμηση και αξιολόγηση των διαλαμβανομένων στη απόφασή του αυτή κατ’  είδος αποδεικτικών μέσων τα εξής:
Ο κατηγορούμενος Α. Κ. στη Θεσσαλονίκη, τις πρωινές ώρες της 14-3-1998 από αμέλειά του προξένησε βλάβη της υγείας στη Μ. σύζυγο Π. Τ. Ειδικότερα κατά την προαναφερθείσα ημερομηνία, ως γυναικολόγος-μαιευτήρας, με την ιδιότητα του εφημερεύοντος ιατρού στη μαιευτική κλινική "ΤΑΤΙΑΝΑ" και ενώ ήταν υποχρεωμένος λόγω του επαγγέλματος του να δείξει ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή κατά την άσκηση των καθηκόντων του, από έλλειψη της προσοχής που όφειλε από τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει δεν φρόντισε για την άμεση εισαγωγή στο χειρουργείο της κλινικής της ευρισκόμενης στον όγδοο προς ένατο μήνα της κινήσεως εγκύου- επιτόκου Μ.Τ., η οποία είχε διακομιστεί στην εν λόγω Κλινική από το σύζυγό της περί ώραν 2.40 πρωϊνήν, προερχόμενη από τη Ροδόπολη Σερρών και παρουσίαζε συνεχή αιμορραγία, κατάσταση την οποία ο ως άνω κατηγορούμενος ιατρός σαφώς εγνώριζε. Ακόμη ο ίδιος κατηγορούμενος δεν φρόντισε, ενόψει της συνεχιζόμενης αιμορραγίας της προαναφερθείσης εγκύου, να της χορηγηθεί ποσότητα αίματος και ορών, αλλά τη διατήρησε σε κατάσταση αναμονής, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε ουσιαστική ενέργεια μέχρι την άφιξη του συγκατηγορούμενου του Ε. Τ., προσωπικού θεράποντα ιατρού της, η οποία πραγματοποιήθηκε περί των 3,45-04.00 πρωινή. Αυτά δε, αν και αποτελεί κοινό τόπο της μαιευτικής η άμεση εισαγωγή στο χειρουργείο, προς διενέργεια καισαρικής τομής εγκύου- επιτόκου ευρισκομένης σε κατάσταση αιμορραγίας. Τέλος ο ίδιος κατηγορούμενος ιατρός δεν φρόντισε για την άμεση διακομιδή της εγκύου επιτόκου Μ.Τ. στο εφημερεύον Νοσοκομείο μέσω ασθενοφόρου του ΕΚΑΒ, όταν διαπίστωσε καθυστέρηση στην άφιξη του συγκατηγορουμένου του θεράποντα ιατρού της εγκύου Ε., Τ., ούτε και έλαβε τα κατάλληλα μέτρα προς άμεσο εφοδιασμό της κλινικής "ΤΑΤΙΑΝΑ" με ποσότητες αίματος και πλάσματος, παρά το ότι ήταν φανερό ότι επρόκειτο να ακολουθήσει η αντιμετώπιση σοβαρού χειρουργικού περιστατικού. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι δεν προχώρησε σε χειρουργείο διότι δεν είχε ενδείξεις δεν ανταποκρίνεται στα πράγματα, αφού οι περισσότεροι μάρτυρες κατηγορίας καταθέτουν ότι η παθούσα έφθασε στην κλινική αιμορραγούσα. Άλλωστε ο ισχυρισμός του αυτός καταρρίπτεται από το γεγονός ότι δεν είχε προβεί στις απαραίτητες εξετάσεις. Για την πιο πάνω παράλειψη του εν λόγω κατηγορουμένου ο καθηγητής Χ. Γ. και ο γυναικολόγος Α. καταθέτουν ότι το πρωτόκολλο προβλέπει να εισαχθεί φλεβικός καθετήρας, να γίνει βιοχημικός έλεγχος και έλεγχος πηκτικού μηχανισμού και διασταύρωση, πράγματα που δεν έγιναν, απλώς η παθούσα εξετάσθηκε κλινικά. Ο δε καθηγητής Τ. καταθέτει κατηγορηματικά, ότι ο κατηγορούμενος (Α. Κ.) έπρεπε να δώσει οδηγίες για να γίνουν μικροβιολογικές εξετάσεις και να ενημερώσει τον θεράποντα ιατρό της, ενώ αυτά δεν έγιναν. Κυρίως καταθέτει ο εν λόγω μάρτυρας ότι, ως εφημερεύων ιατρός, ο κατηγορούμενος έπρεπε να φροντίσει για την άμεση διακομιδή της παθούσης στο πλησιέστερο νοσοκομείο και όχι να αναμένει την άφιξη (καθυστερημένη) του θεράποντα ιατρού της. Η πιο πάνω αμελής συμπεριφορά του εν λόγω κατηγορουμένου βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια με το επελθόν αποτέλεσμα δηλαδή στην περιέλευσή της αρχικά σε κατάσταση αιμορραγικού σοκ το οποίο οφειλόταν στην αποτυχία του συγκατηγορουμένου του Ε. Τ. να καταστείλει την εκδηλωθείσα εξαρχής κατά την εισαγωγή της στο χειρουργείο της κλινικής και την υποβολή της σε καισαρική τομή αιμορραγία συνεπεία και της ελλείψεως των απαραιτήτων για την αντιμετώπιση της κατάσταση της αυτής ποσοστήτων αίματος, η οποία (αιμορραγία) είχε ως συνεπεία την σε δεδομένη στιγμή, προ της μεταφοράς της μέσω ΕΚΑΒ, περί την 06:00 πρωινή, στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης (ενόψει της συνεχούς επιδείνωσης της καταστάσεώς της), καρδιακής της ανακοπής ( η οποία αντετάχθη με απινιδώσης τις ενδοκαρδιακές ενχύσεις επινεφρίνης) και ακολούθως σε κατάσταση ελλείψεως φλοιϊκής λειτουργίας και άγρυπνου κώματος με διατήρηση κύκλου ύπνου εγρήγορσης και φυσιολογική αναπνοή και κυκλοφορία, κατάσταση στην οποία βρίσκεται μέχρι και σήμερα.
Με τις παραδοχές του αυτές το παραπάνω Δικαστήριο, διέλαβε στην πληττόμενη απόφασή του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ’ αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για τη συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την ενοχή του αναιρεσείοντος, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα δεκτά γενόμενα από αυτό ως άνω περιστατικά στις ουσιαστικού ποινικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 28 και 302 ΠΚ τις οποίες εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παρεβίασε.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, η αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα αυτόν αμέλεια αναφέρεται στην εκ μέρους του ως εφημερεύοντος ιατρού αντιμετώπισή της κατάστασης της υγείας της παθούσας αρχικά, κατά το στάδιο της εισαγωγής της στην ως άνω κλινική, κατά το οποίο του αποδίδονται οι παραπάνω αναφερόμενες παραλείψεις ότι εν όψει της περιγραφομένης καταστάσεως της, δεν φρόντισε για την άμεση εισαγωγή της στο χειρουργείο και για την άμεση χορήγηση σε αυτήν αίματος και ορών, όπως και ότι δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα προς άμεσο εφοδιασμό της κλινικής με ποσότητες αίματος και πλάσματος, ώστε η αντιμετώπιση της, στο χειρουργείο της κλινικής να είναι ασφαλής, και στ συνέχεια κατά το στάδιο της βαθμηδόν επιδεινούμενης καταστάσεως της λόγω και της καθυστερήσεως της ελεύσεως του συγκατηγορουμένου του, θεράποντος ιατρού της, Ε. Τ. η οποία επέβαλλε την άμεση διακομιδή της σε εφημερεύον Νοσοκομείο ότι δεν φρόντισε για την άμεση διακομιδή της σ’ αυτό, στο οποίο η κατάσταση αυτή θα μπορούσε να αποτραπεί χωρίς κίνδυνο βλάβης της υγείας της.
  • ΜΕΡΟΣ Γ’: ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

    1. Σε τι μπορεί να συνίσταται η πλημμελής διάγνωση που θεμελιώνει ποινική ευθύνη;
Απ.: Ειδικότερα, ως πλημμελής διάγνωση, που μπορεί να θεμελιώσει ποινική ιατρική ευθύνη, αν οδηγήσει σε θάνατο ή σωματική βλάβη, θεωρείται μεταξύ άλλων η μη λήψη ή η πλημμελής λήψη ιστορικού, η πλημμελής αντικειμενική κλινική εξέταση, η παράλειψη παραγγελίας αναγκαίων εργαστηριακών εξετάσεων, η λανθασμένη ερμηνεία των ευρημάτων, η παράλειψη σύστασης ιατρού της κατάλληλης ειδικότητας κλπ.
    1. Τι ακριβώς θεωρείται ότι συμπεριλαμβάνει η έννοια «έγκαιρη ειδοποίηση» και μέχρι ποιου σημείου φτάνει αυτή η υποχρέωση του ειδικευόμενου ιατρού;
Απ.: Κατά τον ΑΠ, ο πρώτος κατηγορούμενος - ειδικευόμενος ιατρός επέδειξε αμέλεια, καθότι έπρεπε να αναζητήσει τον ειδικό ιατρό και «διά παντός άλλου μέσου εντός ή εκτός του νοσοκομείου» και να μην αρκεστεί στην αναζήτησή του «μόνο» μέσω του συστήματος ενδοεπικοινωνίας. Προφανές είναι ότι η θέση αυτή είναι τουλάχιστον υπερβολική. Η υποχρέωση των ειδικευομένων να εντοπίζουν και να ενημερώνουν εγκαίρως τους ειδικούς ιατρούς δεν μπορεί να φτάνει μέχρι αυτού του σημείου. Διαφορετικά, θα δεχόμασταν, ότι αυτοί πρέπει να αναλώνουν κόπο και κυρίως χρόνο στην προσπάθεια εντοπισμού του ειδικού ιατρού, αντί να μεριμνούν για την άμεση αντιμετώπιση του περιστατικού που εισάγεται στο Νοσοκομείο.
Προφανές είναι ότι η αναζήτηση του ειδικού ιατρού με κάθε άλλο μέσο εντός ή εκτός του νοσοκομείου δεν μπορεί να συνιστά την απαιτούμενη και αναμενόμενη από έναν ειδικευόμενο ιατρό συμπεριφορά. Κάτι τέτοιο υπερβαίνει κατά πολύ το περιεχόμενο της υποχρέωσης που έχει αυτός, αλλά έρχεται και σε αντίθεση με την κοινή λογική και εν τέλει θα μπορούσε να λειτουργήσει και σε βάρος των συμφερόντων του ασθενούς.
    1. Απουσία ιατρών εν ώρα εφημερίας - κατά πόσο μπορεί αυτή η χρονική καθυστέρηση να συνδέεται αιτιωδώς με τον επελθόντα θάνατο του ασθενούς;
Απ.: Παραμένει ζήτημα απόδειξης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου