Κυριακή 9 Μαΐου 2010

Η ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΒΙΑ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΙΑΤΡΟΥ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ

Εισαγωγή – Ορισμός της ενδοοικογενειακής βίας
Οι κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών, ο τρόπος ζωής και οι συνθήκες εργασίας στις σύγχρονες πόλεις, αλλά και οι παρατηρούμενες μεταβολές στους ρόλους των φύλων, είχαν σημαντικές επιπτώσεις στη σύγχρονη οικογένεια. Μολονότι η πίεση όλων αυτών των παραγόντων επί της συνοχής της οικογένειας είναι αναμφισβήτητη, δεν σχεδιάσθηκαν τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας μακροπρόθεσμες πολιτικές ενίσχυσης της οικογένειας και τόνωσης των αξιών της.  Έτσι, παρατηρούνται συχνά στην οικογένεια δείγματα άσκησης βίας, λεκτικές προσβολές και άλλες μορφές ταπεινωτικής μεταχείρισης. Οι συμπεριφορές αυτές ασκούν αρνητικές επιδράσεις στην συναισθηματική και διανοητική εξέλιξη των μελών της οικογένειας, ιδίως μάλιστα των παιδιών, ενώ προσβάλλουν και την φυσική και ψυχική τους υγεία.
Μολονότι οι επί μέρους εκφάνσεις του προβλήματος αυτού είναι πολλαπλές, έχει επικρατήσει διεθνώς να καλύπτονται όλες από την έννοια της «ενδοοικογενειακής βίας». Το περιεχόμενο της έννοιας αυτής ποικίλλει ανάλογα με το εκάστοτε ερευνητικό αντικείμενο, την πολιτική στόχευση ή τον κοσμοθεωρητικό προσανατολισμό, επιλέγεται ωστόσο στο νεότευκτο νομοσχέδιο του Ν. 3500/2006 ως ακριβέστερη η έννοια «ενδοοικογενειακή βία και βία κατά συνοικούντων προσώπων», η οποία καλύπτει:
α) κάθε μορφή σωματικής βλάβης,
β) κάθε μορφή σωματικής βίας ή απειλής σπουδαίου και άμεσου κινδύνου που ασκείται σε βάρος συνοικούντος προσώπου και
γ) την εξαναγκαστική συνουσία μεταξύ συζύγων ή την εξαναγκαστική επιχείρηση άλλης ασελγούς πράξης σε βάρος συνοικούντος προσώπου.
Η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί στις μέρες μας κοινωνικό φαινόμενο, που παρουσιάζει ανησυχητικά ποσοστά, με θύματα κυρίως τις γυναίκες, οι οποίες αποτελούν το 80 – 90% των θυμάτων κακοποίησης, αλλά και τα παιδιά. Παράλληλα, εκτιμάται ότι υπάρχει μεγάλο ποσοστό αθέατης ενδοοικογενειακής βίας και βίας κατά συνοικούντων προσώπων, η οποία δεν καταγγέλλεται.
 Η εμπειρία που μεταφέρθηκε στην Επιτροπή από τους αρμόδιους φορείς και μη κυβερνητικούς οργανισμούς επιβεβαιώνει τις διεθνώς πλέον αποδεκτές θεωρητικές προσεγγίσεις και ερμηνείες του φαινομένου, σύμφωνα με τις οποίες η βία σε βάρος της συζύγου/συντρόφου δεν οφείλεται μόνο σε ατομικούς - ψυχολογικούς παράγοντες, αλλά είναι σε σημαντικό βαθμό αποτέλεσμα και των κοινωνικών αντιλήψεων αναφορικά με την μειονεκτική θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Είναι αξιοσημείωτο ότι η πλειοψηφία των δραστών φέρεται να μην έχει εμπλακεί ποτέ στο σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης λόγω αδικήματος σε βάρος άλλων προσώπων, ενώ δεν αναφέρονται από τις ίδιες τις γυναίκες – θύματα πράξεις βίας εναντίον άλλων προσώπων πλην συνοικούντων μελών (κυρίως συζύγου, μητέρας και παιδιών του δράστη).
Από τη στατιστική επεξεργασία στοιχείων για περιστατικά που δηλώθηκαν σε αρμόδιους φορείς και μη κυβερνητικούς οργανισμούς, προκύπτει ότι η άσκηση βίαιης συμπεριφοράς μέσα στην οικογένεια δεν συνδέεται με το μορφωτικό ή το οικονομικό επίπεδο είτε του δράστη είτε του θύματος. Παράγοντες όπως η χρήση αλκοόλ, τοξικών ή εξαρτησιογόνων ουσιών ή η ύπαρξη προβλημάτων ψυχικής υγείας του δράστη αποδεικνύονται μεν σε ορισμένες περιπτώσεις επιβαρυντικοί ως προς τη βαρύτητα της βίας, όχι όμως καθοριστικοί, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, για την άσκησή της.
Στοιχεία της πρώτης επιδημιολογικής έρευνας που ολοκληρώθηκε στη χώρα μας το 2003 κατέδειξαν ότι μεγάλο ποσοστό γυναικών είτε δεν αναγνωρίζει ότι η συμπεριφορά που υφίσταται στο οικογενειακό τους περιβάλλον συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά που εντάσσεται στην έννοια της βίας, είτε θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο (σε ποσοστό 33.3%), αναπαράγοντας τα κοινωνικά στερεότυπα για το ρόλο των δύο φύλων.

Επιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας
Οι επιπτώσεις της ενδοοικογενειακής βίας, ειδικά όταν είναι παρατεταμένη και δεν καταγγέλλεται, είναι ολέθριες για τη σωματική ακεραιότητα και την ψυχική υγεία των θυμάτων και όχι μόνο. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα Πληροφοριών, η βία κατά των γυναικών είναι μεγάλος κίνδυνος για τη δημόσια υγεία και σοβαρή αιτία θανάτου και αναπηρίας για τις γυναίκες ηλικίας 16-44 ετών. Οι επιπτώσεις της βίας, όμως, έχουν και οικονομική διάσταση. Η διάσταση αυτή δεν αφορά μόνο το κόστος παροχής υπηρεσιών στήριξης στις κακοποιημένες γυναίκες, αλλά και την εξοικονόμηση πόρων που η πρόληψη δύναται να επιφέρει στους προϋπολογισμούς των κοινωνικών πολιτικών (στέγασης, υγείας, κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής πρόνοιας) και της λειτουργίας του ποινικού συστήματος.
Τόσο σε διεθνές επίπεδο (ΟΗΕ), όσο και σε ευρωπαϊκό (Ευρωπαϊκή Ένωση, Συμβούλιο της Ευρώπης) δεν αμφισβητείται ότι τα δικαιώματα των γυναικών είναι ανθρώπινα δικαιώματα. Η άσκηση οποιασδήποτε μορφής βίας σε βάρος των γυναικών πρέπει να αντιμετωπίζεται ως παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εξ αυτού του λόγου εφαρμόζονται στην περίπτωση αυτή οι διεθνείς και ευρωπαϊκές συμβάσεις που έχει κυρώσει η χώρα μας για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων σημειώνονται, ιδιαίτερα, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του ΟΗΕ (Ν. 2462/1997, ΦΕΚ Α’ 25) και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (Ν.Δ. 53/1974, ΦΕΚ Α’ 256).
Ειδικότερες δεσμεύσεις απορρέουν από τη Σύμβαση για την Εξάλειψη των Διακρίσεων κατά των γυναικών (CEDAW) που υπεγράφη το 1979 και την οποία η Ελλάδα έχει κυρώσει ήδη από το 1983 (Ν. 1342/1983), ενώ το 2001 κύρωσε και το Προαιρετικό της Πρωτόκολλο (Ν. 2952/2001). Παρότι στο αρχικό κείμενο της CEDAW δεν εμπεριέχεται η έννοια της βίας, με Σύσταση του 1992 η Επιτροπή για την Εξάλειψη των Διακρίσεων σε βάρος των γυναικών, η οποία έχει ως αρμοδιότητα να παρακολουθεί την εφαρμογή της Σύμβασης από τα Κράτη μέλη του ΟΗΕ, προέβη σε ερμηνεία της Σύμβασης, περιλαμβάνοντας την καταπολέμηση της βίας ως βασικό αντικείμενό της. Διευρύνοντας το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6, η Σύσταση κατέληξε ότι η άσκηση βίας σε βάρος των γυναικών συνιστά άνιση μεταχείριση και διάκριση λόγω φύλου. Γι’ αυτόν, άλλωστε, το λόγο ζητήθηκε από τις χώρες μέλη του ΟΗΕ που έχουν υπογράψει τη CEDAW και υποβάλλουν Περιοδικές Εκθέσεις Προόδου κάθε τέσσερα (4) έτη, να συμπεριλαμβάνουν και τις εξελίξεις για θέματα ενδοοικογενειακής βίας.
Η Έκθεση της Επιτροπής του ΟΗΕ για την Εξάλειψη των Διακρίσεων σε βάρος των γυναικών, αξιολογώντας το 2002 την πρόοδο της χώρας μας στον τομέα αυτό, στη βάση της Ελληνικής Έκθεσης 1996-2000, συνέστησε την ταχεία υιοθέτηση νομοθεσίας για την ενδοοικογενειακή βία και τη βία κατά συνοικούντων προσώπων και την λήψη μέτρων ευαισθητοποίησης της κοινωνίας μέσω των ΜΜΕ και των σχολικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκε και η Σύσταση που απηύθυνε στην Ελλάδα η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, στις 31-03-2005, εξετάζοντας την πορεία εφαρμογής του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και τα Πολιτικά Δικαιώματα. Η Επιτροπή αυτή συνέστησε την προώθηση συγκεκριμένων νομοθετικών διατάξεων για την ενδοοικογενειακή βία και τη βία κατά συνοικούντων στην ποινική νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένου και του βιασμού στο γάμο.
Στις Εθνικές Προτεραιότητες Πολιτικής και Άξονες Δράσης για την Ισότητα των Φύλων 2004 - 2008, που υιοθετήθηκαν από την Κυβερνητική Επιτροπή στις 02-11-2004, η πρόληψη και καταπολέμηση της βίας με θύματα τις γυναίκες είχαν περιληφθεί ως ένας από τους ειδικούς άξονες δράσης. Ως ειδικότερη δράση είχε προβλεφθεί η επεξεργασία και προώθηση νομοθεσίας για την πρόληψη και αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, σε συνεργασία με τα συναρμόδια Υπουργεία.
Οι χώρες μέλη της ΕΕ – μεταξύ αυτών, εσχάτως και η Ελλάδα - διαθέτουν νόμους για την ενδοοικογενειακή βία και τη βία κατά συνοικούντων προσώπων, οι οποίοι συμπληρώνουν τα κενά και βελτιώνουν συνεχώς το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο. Επιγραμματικά μπορεί να επισημανθεί ότι όλες οι χώρες τιμωρούν την ενδοοικογενειακή βία, σωματική, ψυχολογική, σεξουαλική, είτε ως αυτοτελές ποινικό αδίκημα, είτε ως επιβαρυντική περίσταση των βασικών αδικημάτων που προβλέπουν οι γενικές διατάξεις του ποινικού τους δικαίου. Επίσης, οι περισσότερες χώρες έχουν ποινικοποιήσει το βιασμό στο γάμο.
            Ως θύματα ενδοοικογενειακής βίας και βίας κατά συνοικούντων προσώπων προστατεύονται εκτός από τους συζύγους και οι σύντροφοι /συμβιούντες (σε κάποιες χώρες υπό χρονικές προϋποθέσεις, όπως π.χ. το να έχει προηγηθεί ελάχιστος χρόνος συμβίωσης), ενώ σε πολλές χώρες ο κύκλος των προστατευομένων εκτείνεται σε κάθε πρόσωπο που συνοικεί νόμιμα με το δράστη. Αρκετές νομοθεσίες (Γερμανία, Αυστρία, Ιταλία, Ισπανία, Βέλγιο, Κύπρος, Ιρλανδία κλπ.) αναγνωρίζουν τη δυνατότητα ή /και υποχρέωση των πολιτικών δικαστηρίων να διατάσσουν την απομάκρυνση του δράστη από την οικογενειακή στέγη μετά από αίτηση του θύματος, καθώς και άλλα περιοριστικά μέτρα (απαγόρευση επικοινωνίας με το θύμα, απαγόρευση προσέγγισης του θύματος εντός συγκεκριμένης ακτίνας,  απαγόρευση προσέγγισης των σχολείων των παιδιών κλπ.).
Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι κάποιοι νομοθέτες έχουν λάβει υπόψη τους σχετική Σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης και έχουν προβλέψει στις εθνικές νομοθεσίες τη δυνατότητα του θύματος να στραφεί κατά του Κράτους, αξιώνοντας από αυτό αποζημίωση, όταν ο δράστης είναι αγνώστου διαμονής ή αφερέγγυος.

Στατιστικά
Ενδιαφέρουσα θα ήταν σε αυτό το σημείο μια παράθεση στοιχείων, η ανάλυση των οποίων οδηγεί σε καίρια συμπεράσματα, όσον αφορά στις γυναίκες - θύματα βίας μέσα στην οικογένεια:
Ø      Το 67% των γυναικών που υπέστησαν κακοποίηση και απευθύνθηκαν στα Συμβουλευτικά Κέντρα Αθήνας και Πειραιά είναι έγγαμες. Άξιο προσοχής είναι το γεγονός ότι το 21%, δηλαδή 1 στις 5 γυναίκες, είναι διαζευγμένες ή σε διάσταση, δηλαδή έχουν ήδη απομακρυνθεί από το δράστη πριν προσέλθουν στα Συμβουλευτικά Κέντρα.
Ø      Ο μύθος ότι η κακοποιημένη γυναίκα είναι συνήθως χαμηλού μορφωτικού επιπέδου δεν επιβεβαιώνεται. Σύμφωνα με τη στατιστική αξιοποίηση στοιχείων που αφορούν στην κακοποίηση γυναικών, 7 στις 10 γυναίκες είναι Δευτεροβάθμιας, Τεχνολογικής ή Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης. Άξιο προσοχής είναι το γεγονός ότι 3 στις 10 γυναίκες - θύματα ενδοοικογενειακής βίας είναι Τεχνολογικής ή Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης και 3 στις 10 είναι Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης. Συνεπώς, η γυναίκα ενδέχεται να καταστεί θύμα βίας ανεξαρτήτως  του μορφωτικού επιπέδου της.
Ø      Το 16% των γυναικών που απευθύνθηκαν στα Συμβουλευτικά Κέντρα, κατά την περίοδο 01/01/2002 έως 31/10/2006, είναι αλλοδαπές. Σημειώνεται ότι από το σύνολο των αλλοδαπών γυναικών - θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας, κατά προσέγγιση 4 από τις 10 αλλοδαπές, προέρχονται από τα Βαλκάνια.
Ø      Μια γυναίκα μπορεί να υπάρξει θύμα κακοποίησης ανεξαρτήτως της οικονομικής της κατάστασης. Σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν από την επεξεργασία,  6 στις 10 γυναίκες που έχουν υποστεί κακοποίηση και προσήλθαν στα Συμβουλευτικά Κέντρα της Γενικής Γραμματείας Ισότητας ανέφεραν ότι βρίσκονται σε μέτρια ή καλή οικονομική κατάσταση.
Ø      1 στις 3 γυναίκες - θύματα ενδοοικογενειακής βίας -35%- παντρεύτηκε το δράστη ενώ είχε δείγματα βίαιης συμπεριφοράς του (ψυχολογική, σωματική ή σεξουαλική κακοποίηση) και πριν το γάμο μαζί του. Ωστόσο αυτά τα δείγματα βίαιης συμπεριφοράς δεν αποτέλεσαν ανασταλτικό παράγοντα για την απόφασή της αυτή. Ο μη κοινωνικός στιγματισμός της βίας οδηγεί στην αποδοχή της ως χαρακτηριστικό του ανδρικού ρόλου.
Ø      Δράστης ενδοοικογενειακής βίας, σε ποσοστό 82%, είναι ο σύζυγος του θύματος, σε ποσοστό 12% ο σύντροφος, ενώ, σε μικρότερα ποσοστά, παρατηρούνται και περιπτώσεις κακοποίησης της γυναίκας από άτομο του οικογενειακού ή κοινωνικού της περίγυρου (πατέρας, αδελφός, τέκνο, άλλο).
Ø      Εξετάζοντας τη διάρκεια της σχέσης της γυναίκας με το δράστη, παρατηρείται ότι κατά προσέγγιση 2 στις 3 γυναίκες - θύματα ενδοοικογενειακής βίας  βρίσκονται σε αυτήν τη σχέση περισσότερο από 10 έτη. Ως εκ τούτου διαπιστώνεται ότι οι κακοποιητικές σχέσεις είναι συνήθως μακροχρόνιες. Πιθανόν αυτό να σχετίζεται με την κοινωνική ανοχή στη βία, που οδηγεί στο στιγματισμό και την ενοχοποίηση του θύματος και αναγκάζει τις γυναίκες στην αποδοχή της κατάστασής τους.
Ø      3 στις 5 γυναίκες που υπέστησαν κακοποίηση και προσήλθαν στα Συμβουλευτικά Κέντρα της Γ.Γ.Ι. ανέφεραν ότι βιώνουν ψυχολογική και σωματική βία.
Ø      Η ίδια η κακοποιημένη γυναίκα αναζητά βοήθεια για την απεμπλοκή της από την κακοποιητική σχέση. Αυτό διαφαίνεται από το γεγονός ότι 3 στις 4 γυναίκες -θύματα ενδοοικογενειακής βίας έχουν αναζητήσει βοήθεια στο παρελθόν (Αστυνομία, Δικαστήρια, Νοσοκομεία, Πρόνοια κ.λπ.), πριν απευθυνθούν στα Συμβουλευτικά Κέντρα της Γενικής Γραμματείας Ισότητας. Είναι έκδηλη η ανάγκη της ύπαρξης εξειδικευμένων δομών για την παροχή βοήθειας.
Ø      Οι δράστες ενδοοικογενειακής βίας μπορεί να είναι οποιουδήποτε μορφωτικού και οικονομικού επιπέδου. Το φαινόμενο της βίας είναι διαταξικό. Συγκεκριμένα όσον αφορά στο μορφωτικό επίπεδο των δραστών, κατά προσέγγιση 6 στους 10 δράστες είναι Δευτεροβάθμιας, Τεχνολογικής ή Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης. Ειδικότερα, κατά προσέγγιση, 3 στους 10 δράστες είναι  Ανωτέρας ή Ανωτάτης Εκπαίδευσης. Όσο δε αφορά στην εργασιακή κατάσταση των δραστών, μόλις 1 στους 10 δράστες είναι άνεργος.
Ø      Η κατανάλωση αλκοόλ ή η χρήση τοξικών ουσιών σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί την κύρια αιτία εκδήλωσης βίας. Ωστόσο μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να επιδρά έμμεσα στην εκδήλωσή της. Σύμφωνα με την ποσοτική ανάλυση στοιχείων που αφορούν στην κακοποίηση, 6 στους 10 δράστες ενδοοικογενειακής βίας δεν κάνουν χρήση ουσιών (αλκοόλ, ναρκωτικά, ψυχοφάρμακα).
Τα παραπάνω συμπεράσματα προέκυψαν από την ποσοτική ανάλυση και επεξεργασία στοιχείων των γυναικών που έχουν υποστεί κακοποίηση και απευθύνθηκαν στα Συμβουλευτικά Κέντρα Αθήνας - Πειραιά της Γενικής Γραμματείας Ισότητας (Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης) κατά το χρονικό διάστημα  01/01/2002 - 31/10/2006. Το δείγμα επεξεργασίας ανέρχεται στα 1870 περιστατικά κακοποίησης.

Ο Ν. 3500/2006
Σε αυτά τα πλαίσια, πράγματι ψηφίστηκε στη χώρα μας ο Νόμος 3500/2006 (ΦΕΚ 232 Α’/24-10-2006), που αφορά στην αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και αποτελεί τομή στο χώρο της νομοθεσίας. Η Πολιτεία αναγνωρίζει επίσημα με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο ότι το πρόβλημα της βίας μέσα στην οικογένεια σοβεί και χρήζει ειδικής αντιμετώπισης. Με το νομοθέτημα αυτό, η ενδοοικογενειακή βία προσδιορίζεται πια ως νομικός όρος και αποκτά νομική ταυτότητα, εκεί που μέχρι τώρα υφίστατο μόνον ως κοινωνικός - κοινωνιολογικός όρος.
Ο νόμος αυτός συστρατεύει όλους τους φορείς της Πολιτείας σε μια προσπάθεια να αντιμετωπισθούν αυστηρά και αποφασιστικά τα ακραία φαινόμενα αυταρχισμού και αυθαιρεσίας μέσα στην ελληνική οικογένεια, να προστατευθούν αποτελεσματικά τα θύματα της ενδοοικογενειακής βαρβαρότητας και να ακουστούν καθαρά οι μέχρι σήμερα σιωπηλοί μάρτυρες μιας κατ’ όνομα μόνο οικογενειακής ζωής.

Βασικοί στόχοι του Ν. 3500/2006 :
  • Η στήριξη και η περιφρούρηση της ελευθερίας, της αξιοπρέπειας και της αυτοδιάθεσης του ατόμου εντός των οικογενειακών τειχών και όχι ο στιγματισμός της οικογένειας ή η ποινικοποίηση συμπεριφορών των μελών της.
  • Η στήριξη και όχι η θυματοποίηση ιδιαίτερα των γυναικών, σε βάρος των οποίων συνήθως εκδηλώνεται η ενδοοικογενειακή βία, με αποτέλεσμα την παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας των δύο φύλων και την παρεμπόδιση της ελεύθερης ανάπτυξης της γυναικείας προσωπικότητας.
  • Η πρόληψη και σε δεύτερο στάδιο η καταστολή των αξιοποίνων συμπεριφορών.
  • Η εξασφάλιση της προστασίας των θυμάτων αφενός με την διευκόλυνση της πρόσβασής τους στη δικαιοσύνη, αφετέρου με την εξασφάλιση της ασφάλειάς τους μέσα και έξω από την οικογενειακή εστία.
·        Η ενίσχυση και αξιοποίηση των ήδη υφιστάμενων υποστηρικτικών δομών σε κεντρικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, με διεύρυνση των αρμοδιοτήτων τους, ώστε να αναλάβουν λειτουργίες συμβουλευτικών υπηρεσιών, πρόληψης και θεραπείας για ενδοοικογενειακή βία, μετά από διαδικασία πιστοποίησής τους.
  • Η συνεργασία με την τοπική αυτοδιοίκηση και τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις για τη λειτουργία υπηρεσιών συμβουλευτικής υποστήριξης και ξενώνων υποδοχής κακοποιημένων γυναικών και παιδιών, όταν αυτό κρίνεται αναγκαίο.
  • Η εκπαίδευση – κατάρτιση του προσωπικού όλων των εμπλεκόμενων φορέων

Το συγκεκριμένο νομοθέτημα εισάγει πέντε (5) καίριες μεταρρυθμιστικές τομές. Για πρώτη φορά:
Α) Καθιερώνεται ο πρωτοπόρος θεσμός της δικαστικής διαμεσολάβησης, προκειμένου για εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας πλημμεληματικού χαρακτήρα - και όχι για βαριά εγκλήματα, δηλαδή κακουργήματα. Δράστης και θύμα καλούνται ενώπιον του αρμόδιου εισαγγελέα, συνεπικουρούμενου από κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχολόγους και άλλους ειδικούς, προκειμένου να καταβληθούν όλες οι δυνατές προσπάθειες για την αποκατάσταση της αρμονικής συμβίωσης και της οικογενειακής ειρήνης.
Β) Αντιμετωπίζεται πλέον ως έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας ο εξαναγκασμός σε ερωτική πράξη χωρίς την ελεύθερη βούληση και των δύο συμβίων, σύμφωνα με τα ισχύοντα στα κράτη-μέλη της Ε.Ε.
Γ) Απαγορεύεται ρητά η σωματική βία σε βάρος ανηλίκων ως μέσου σωφρονισμού στο πλαίσιο της ανατροφής τους. Η χώρα μας εναρμονίζεται έτσι με τις συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης και της Επιτροπής του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού, καθώς και με τη δημόσια θέση του Συνηγόρου του Πολίτη.
Δ) Όλο το πλέγμα των μέτρων εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις σταθερής συμβίωσης μεταξύ ανδρός και γυναικός εκτός γάμου.
Ε) Η άσκηση ενδοοικογενειακής βίας συνιστά πλέον τεκμήριο κλονισμού του γάμου και κατ’ επέκταση λόγο διαζυγίου (όπως εξάλλου μέχρι σήμερα ίσχυε και για την περίπτωση της μοιχείας, της διγαμίας και της επιβουλής της ζωής του συζύγου).

Έτσι, με βάση το νέο νόμο περί αντιμετώπισης της ενδοοικογενειακής βίας:
  • Η απλή σωματική βλάβη τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 1 έτους.
  • Η επικίνδυνη ή βαριά σωματική βλάβη τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 2 ετών.
  • Αν επακολουθήσει ως αποτέλεσμα βαριά πάθηση, σωματική ή διανοητική, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι 10 ετών.
Εξάλλου, θεσπίζονται έξι (6) νέες εγκληματικές συμπεριφορές σε ενδοοικογενειακό επίπεδο που μέχρι σήμερα δεν θεωρούνταν καν αξιόποινες πράξεις. Συγκεκριμένα:
  • Τιμωρούνται με ιδιαίτερη αυστηρότητα (φυλάκιση τουλάχιστον 2 ετών) πράξεις ενδοοικογενειακής βίας που τελούνται ενώπιον ανηλίκου σε βάρος άλλου μέλους της οικογένειάς του, καθώς είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο ότι παρόμοιες πράξεις σφραγίζουν ανεξίτηλα τα παιδιά, που εν συνεχεία ως ενήλικες αναπαράγουν στη μεγάλη πλειονότητά τους τα ίδια βίαια πρότυπα στις δικές τους οικογένειες.
  • Με ιδιαίτερη αυστηρότητα επίσης τιμωρούνται (φυλάκιση τουλάχιστον 2 ετών) οι πράξεις ενδοοικογενειακής βίας σε βάρος εγκύου.
  • Αντίστοιχη αυστηρότητα προβλέπεται σε περιπτώσεις πράξεων ενδοοικογενειακής βίας σε βάρους μέλους της οικογένειας που δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του (υπερήλικες, ανάπηροι, ασθενείς κλπ.).
  • Επιβάλλεται βαριά ποινή (κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών) αν το θύμα είναι ανήλικος και στην περίπτωση μεθοδευμένης πρόκλησης έντονου σωματικού πόνου ή σωματικής εξάντλησης επικίνδυνης για την υγεία.
  • Αντίστοιχη ποινή προβλέπεται σε περίπτωση πρόκλησης ψυχικού πόνου ικανού να επιφέρει σοβαρή ψυχική βλάβη, ιδίως με την παρατεταμένη απομόνωση του θύματος.
  • Τα παραπάνω ισχύουν και όταν ο δράστης εργάζεται σε φορέα παροχής κοινωνικής μέριμνας (οίκοι ευγηρίας και παρεμφερή ιδρύματα) και η πράξη του στρέφεται κατά προσώπου που δέχεται της υπηρεσίες του εν λόγω φορέα.
Το σημαντικότερο σημείο ωστόσο στον εν λόγω νόμο είναι ότι είναι ουδέτερος ως προς το φύλο του θύτη. Η βία όμως – όπως όλοι γνωρίζουμε - είναι καταρχήν έμφυλη, καθώς όλα τα στατιστικά στοιχεία και οι έρευνες συνηγορούν ότι οι ασκούντες τη βία είναι γένους αρσενικού και τα υποκείμενα που την υφίστανται είναι γένους θηλυκού.  Καμία διαπίστωση ή παραδοχή δεν αμφισβητεί ότι υπάρχει άμεσος σύνδεσμος μεταξύ της ανισότητας των γυναικών σε όλους τους τομείς της κοινωνίας και  της ασκηθείσης εις βάρος τους ενδοοικογενειακής βίας, αφού η ανισότητα είναι αυτή που κάνει τις γυναίκες περισσότερο ευάλωτες στη βία.
Επιχειρήθηκε με όλα τα μέσα να διασφαλισθούν οι σχέσεις που είναι βασισμένες στην ατομική αξιοπρέπεια, την αυτοδιάθεση και την αυτοεκτίμηση μέσα στην ελληνική οικογένεια άρα και στην ελληνική κοινωνία.
Εξάλλου, σκοπός ενός τέτοιου νομοθετήματος δεν πρέπει να είναι η επέμβαση του κράτους στον ευαίσθητο χώρο της οικογένειας, αλλά η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων των μελών της. Είναι σαφές ότι η οικογένεια δεν μπορεί πλέον να αντιμετωπίζεται ως ιδιωτικός χώρος, στον οποίο τα θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου τυγχάνουν μειωμένης προστασίας. Για το λόγο αυτό είναι αναγκαίο να ενισχυθούν τα μέλη της όταν ζητούν βοήθεια από τους θεσμούς απονομής της δικαιοσύνης. Από την άλλη πλευρά είναι εξίσου αναγκαίο να εμπλουτισθεί το οπλοστάσιο της τελευταίας με νομικές δυνατότητες και μέσα που δεν θα εκβιάζουν καταστάσεις, δεν θα υπερβαίνουν την βούληση των θιγομένων και δεν θα αντίκεινται προς το αληθές συμφέρον της οικογένειας.

Φορείς που αναλαμβάνουν τη στήριξη των θυμάτων
Σε αυτό το σημείο και με δεδομένο ότι η προαγωγή και προάσπιση της υγείας του πληθυσμού μιας κοινωνίας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη βιώσιμη κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη, καλούνται να λάβουν θέση και να δράσουν όλοι οι κρατικοί φορείς, μέσω των αρμοδίων οργάνων τους σε κάθε τομέα, παρέχοντας ενεργή κοινωνική προστασία, στήριξη και συμπαράσταση στα θύματα ενδοοικογενειακής βίας. Προς αυτή την κατεύθυνση αρμόδιοι για την πολύπλευρη στήριξη των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας είναι οι κάτωθι φορείς:
  • ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ: Προβλέπεται η υποχρέωση της αστυνομίας να ενημερώνει το θύμα για τις δυνατότητες παροχής πλήρους ηθικής και της αναγκαίας υλικής συμπαράστασης.
  • ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΟΙ ΠΡΟΝΟΙΑΚΟΙ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΙ ΦΟΡΕΙΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ: Οι φορείς αυτοί αναλαμβάνουν την κοινωνική στήριξη των κακοποιηθέντων μέσα στην οικογένεια με: τηλεφωνική γραμμή άμεσης κοινωνικής βοήθειας - αρ. τηλ. 197 -, κέντρα κοινωνικής στήριξης, συμβουλευτικούς σταθμούς, ξενώνες φιλοξενίας, νοσοκομεία και κέντρα υγείας (ΠΦΥ), υπηρεσία διαχείρισης κρίσεων (όπως ενδεικτικά: Εθνικό Κέντρο Άμεσης Κοινωνικής Βοήθειας - ΕΚΑΚΒ, Συμβουλευτικοί Σταθμοί Κακοποιημένων Γυναικών της Γενικής Γραμματείας Ισότητας, Γραφείο Ισότητας του Δήμου Αθηναίων, Κέντρο Στήριξης Οικογένειας Αρχιεπισκοπής, Ξενώνας Δήμου Αθηναίων, Ξενώνας Αρχιεπισκοπής, Ιατροπαιδαγωγικοί Σταθμοί, Εταιρεία Προστασίας Ανηλίκων, Εισαγγελία Ανηλίκων, Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, διάφορα Σωματεία και Εστίες κ.ά.).
  • ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ: Προβλέπεται η αυτεπάγγελτη ποινική δίωξη του δράστη και η υποχρεωτική εφαρμογή της αυτόφωρης διαδικασίας, αν δεν τελεσφορήσει η ποινική διαμεσολάβηση, κατά την οποία ο δράστης καλείται δεσμευτικά να άρει ή να αποκαταστήσει τις συνέπειες της πράξης του και να παρακολουθήσει ειδικό συμβουλευτικό-θεραπευτικό πρόγραμμα. Μέχρι σήμερα η ποινική δίωξη για απλές σωματικής βλάβες ασκείτο μόνο κατ’ έγκληση.
  • ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ: Προβλέπεται η δυνατότητα επιβολής από το δικαστήριο συγκεκριμένων περιοριστικών όρων π.χ. απομάκρυνση του δράστη από την οικογενειακή κατοικία, απαγόρευση προσέγγισης στο χώρο κατοικίας ή εργασίας του θύματος κ.ά. με σκοπό την προστασία του θύματος και των άλλων μελών της οικογένειας.


  • ΝΟΜΟΘΕΤΗΣ:
α) Παρέχεται απαλλαγή του θύματος της ενδοοικογενειακής βίας από τα δικαστικά έξοδα, για τις άμεσα απαιτούμενες νομικές διαδικασίες, εφόσον το θύμα βρίσκεται σε προσωρινή αδυναμία να κινήσει τις προβλεπόμενες διαδικασίες για την προστασία του.
β) Απαγορεύεται η δημοσιοποίηση των στοιχείων του δράστη και του θύματος κατά το στάδιο της προδικασίας, ώστε να αποτραπεί ο στιγματισμός της οικογένειας και ιδιαίτερα των παιδιών στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον.
γ) Προβλέπεται επιμήκυνση του χρόνου παραγραφής των αδικημάτων ενδοοικογενειακής βίας σε βάρος ανηλίκου, έτσι ώστε να αποτρέπεται το ενδεχόμενο ατιμωρησίας του δράστη. Ο χρόνος παραγραφής αρχίζει πλέον από την ενηλικίωση του θύματος.
δ) Υποχρεούνται οι δάσκαλοι και καθηγητές των δημοσίων και ιδιωτικών σχολείων, καθώς και οι υπεύθυνοι των Μονάδων Προσχολικής Αγωγής, να ενημερώνουν αμέσως τις εισαγγελικές και αστυνομικές αρχές, όταν διαπιστώσουν σωματική κακοποίηση μαθητή τους από μέλος της οικογένειάς του.
Προτάσεις – λύσεις
Με βάση λοιπόν όλα τα παραπάνω, πρέπει να υιοθετηθούν κάποιες λύσεις, μεταξύ των προτάσεων που έχουν γίνει, προκειμένου να υλοποιηθεί η εξαγγελθείσα ενεργή κοινωνική προστασία, στήριξη και συμπαράσταση του πληθυσμού στα θέματα της ενδοοικογενειακής βίας. Ειδικότερα, οι προτάσεις που έχουν γίνει - και σε μεγάλο βαθμό έχουν ήδη δρομολογηθεί με την πρόβλεψή τους στο Νόμο 3500/2006 – αναλύονται στο:
  • Να αξιοποιηθούν πλήρως από πλευράς διοικητικής και να ενισχυθούν με πόρους και ειδικευμένο προσωπικό όλες οι υφιστάμενες δομές (Συμβουλευτικά Κέντρα Γενικής Γραμματείας Ισότητας, Δήμου, ΠΦΥ κλπ.). Σε ό, τι αφορά το Εθνικό Κέντρο Άμεσης Κοινωνικής Βοήθειας που έχει συσταθεί με το Ν. 3106/1993 ως αυτοτελές ΝΠΔΔ, υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, εκτιμάται ότι θα πρέπει να υποστηριχθεί με κάθε δυνατό τρόπο από την Πολιτεία, ώστε να ενισχυθεί η λειτουργία του και να αξιοποιηθούν άμεσα οι υποδομές του.
  • Να ενισχυθεί άμεσα η Γραμμή SOS 197, η οποία λειτουργεί σε 24ωρη βάση σε πανελλαδική εμβέλεια, και να συσταθούν οργανικές θέσεις, η κάλυψη των οποίων θα γίνει με εξειδικευμένο προσωπικό που θα διασφαλίσει τη συνέχεια της λειτουργίας των ξενώνων που ήδη υπάρχουν και θα επιτρέψει την ανάπτυξη νέων. Στο πλαίσιο αυτό προτείνεται να αξιοποιηθούν οι εγκαταστάσεις και η ακίνητη περιουσία των οργανωμένων δομών Κοινωνικής Πρόνοιας (π.χ. ΠΙΚΠΑ, Εθνικού Οργανισμού Πρόνοιας) που τώρα εγκαταλείπονται λόγω της σταδιακής απομάκρυνσης από το πρότυπο της ιδρυματικής περίθαλψης.
  • Να εξεταστεί η  άμεση λειτουργία υπηρεσιών συμβουλευτικής στήριξης των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας και βίας κατά συνοικούντων προσώπων σε τοπικό επίπεδο και να διευρυνθούν οι αρμοδιότητες των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων για τη λειτουργία συμβουλευτικών υπηρεσιών. Το έργο αυτό θα μπορούσαν να αναλάβουν οι Διευθύνσεις Κοινωνικής Πρόνοιας και Αρωγής των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων και ενδεχομένως τα τμήματα αρωγής κοινωνικών ομάδων που μειονεκτούν, οι αρμοδιότητες των οποίων μπορούν να συμπληρωθούν με τη λειτουργία «Συμβουλευτικών Κέντρων» υποδοχής θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας και βίας κατά συνοικούντων προσώπων, μετά από διάγνωση και εκτίμηση των αναγκών σε τοπικό επίπεδο.
  • Να εξεταστεί, σε συνεργασία με την Ένωση Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων Ελλάδας, η δυνατότητα σύστασης ΝΠΙΔ μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ή αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας σε επίπεδο Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, με σκοπό τη λειτουργία ξενώνων υποδοχής και προσωρινής φιλοξενίας θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας και βίας μεταξύ συνοικούντων προσώπων. Αυτή η πρόταση προϋποθέτει ρητή νομοθετική εξουσιοδότηση, με τη μορφή εξουσιοδοτικής διάταξης νόμου προς τις Νομαρχιακές Αυτοδιοικήσεις και απόφαση του Νομαρχιακού Συμβουλίου κάθε Νομαρχίας σύμφωνα με τον Κώδικα Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης.
  • Να επιχορηγείται ως παράλληλη δυνατότητα από τη Γενική Γραμματεία Ισότητας (ΓΓΙ) - με ενίσχυση του προϋπολογισμού της - η δημιουργία κέντρων φιλοξενίας/καταφυγίων θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας και βίας κατά συνοικούντων προσώπων από πρωτοβάθμιους ΟΤΑ ή Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ), αυτοτελώς ή σε σύμπραξη, με συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις, να ρυθμιστούν ειδικά αυτοί οι όροι και οι προϋποθέσεις συνεργασίας με τις ΜΚΟ και τους ΟΤΑ, να τεθεί εποπτικό πλαίσιο κλπ. Η λύση αυτή προϋποθέτει την προώθηση ειδικής εξουσιοδοτικής νομοθετικής ρύθμισης που θα καθορίζει το νομικό πλαίσιο συνεργασίας της ΓΓΙ με τις ΜΚΟ (κατά προτίμηση) ή/και τους ΟΤΑ (ως εναλλακτική/συμπληρωματική λύση) για την εκτέλεση συγκεκριμένου έργου, όπως αυτό της δημιουργίας και λειτουργίας ξενώνων φιλοξενίας, τον τρόπο επιχορήγησης, τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται, τα της διοίκησης και της διαχείρισης του έργου αυτού κλπ.
  • Να συσταθεί Διαρκής Επιτροπή συντονισμού και παρακολούθησης των δράσεων για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας και της βίας κατά συνοικούντων προσώπων στη Γενική Γραμματεία Ισότητας.
  • Να ενισχυθεί το έργο της Αστυνομίας για την πρόληψη και καταστολή των αδικημάτων ενδοοικογενειακής βίας και βίας κατά συνοικούντων προσώπων, που ήδη έχει ξεκινήσει με την έκδοση εγκυκλίου (Μάιος 2005) από το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας με αντικείμενο την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, με σκοπό την διατύπωση κατευθυντηρίων οδηγιών προς τους αστυνομικούς για τον ενδεδειγμένο χειρισμό των υποθέσεων ενδοοικογενειακής βίας και βίας κατά συνοικούντων προσώπων.

Ρόλος Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ)
Η προάσπιση της υγείας προσλαμβάνεται σαν βασικός μηχανισμός βιώσιμης ανάπτυξης της κοινωνίας και η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ) είναι το πρώτο επίπεδο επαφής του πληθυσμού με το ΕΣΥ σε αυτήν την κατεύθυνση. Το εκάστοτε νοσοκομείο απαντά στις ανάγκες ιατρικής περίθαλψης εξ ορισμού, αποτελώντας έναν παθητικό αποδέκτη που περιμένει να θεραπεύσει τον ασθενή κάθε φορά. Αντίθετα, η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ) δεν περιμένει, αλλά «πηγαίνει» στον ασθενή, με την έννοια ότι καταγράφει ενεργητικά και παρεμβαίνει στις ανάγκες του πληθυσμού, ενώ η μορφή που θα έχει πρέπει να αντιστοιχεί στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε κοινωνίας, οικονομικά και κοινωνικά.
Οι παρεμβάσεις από την πλευρά της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας γίνονται σε όλα τα επίπεδα. Ο βασικός συλλογισμός που διέπει την ολότητα της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας είναι ο εξής: «Δεν ελέγχει κανείς μόνο τη βλάβη, αλλά κυρίως ελέγχει το πώς αυτή θα προληφθεί.» Για παράδειγμα, ένας γιατρός θεραπεύει μια διάρροια, αλλά μετά οφείλει να ελέγξει μήπως φταίει το νερό ή η αποχέτευση σε μια περιοχή. Οφείλει να προλαμβάνει τα περιστατικά με αγωγή για ατομική υγιεινή και εμβολιασμούς και τέλος οφείλει να φροντίσει να ενημερώσει τους αρμοδίους φορείς για τυχόν προβλήματα στο σύστημα ύδρευσης ή την αποχέτευση. Κομβικό σημείο επομένως είναι η συνεχής πρόληψη, αλλά και η προαγωγή της υγείας με τη θεραπεία και τη συμβουλευτική.

Ρόλος γενικού ιατρού:
Προκειμένου λοιπόν ένας ιατρός - και εν προκειμένω ο γενικός ιατρός - να εξειδικευθεί, έχοντας πλήρη γνώση της ειδικότητάς του, ο νόμος επέβαλε προϋποθέσεις χρονικές, γνωστικές, αλλά κυρίως δεοντολογικές – μέσω του Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας -, που άπτονται της δυνατότητας χειρισμού ομολογουμένως δυσχερών ζητημάτων, όπως αυτό της ενδοοικογενειακής βίας, έτσι ώστε ο γενικός ιατρός, αποκτώντας την εξειδίκευση, να μπορεί να είναι ικανός να αντιμετωπίσει την κατάσταση σε όλα τα επίπεδα, όταν προσέλθει σε αυτόν ένα θύμα ενδοοικογενειακής βίας, που θα έχει την ανάγκη να το προσεγγίσει όχι μόνο ως ιατρός, αλλά και ως άνθρωπος και να θεραπεύσει όχι μόνο τις εμφανείς στο σώμα του πληγές.
Ο γενικός ιατρός, αποκτώντας την εξειδίκευσή του θα πρέπει να μπορεί να αντεπεξέλθει στους βασικούς στόχους της επιστήμης του, μεταξύ των οποίων, σύμφωνα με τη σχετική απόφαση της ολομέλειας του ΚΕΣΥ, σε συνδυασμό με το Π.Δ. 415/1994 είναι και οι κάτωθι:
  • Να αναπτύσσει την κατάλληλη επαγγελματική σχέση με κάθε ασθενή που προσέρχεται για συμβουλή, με την έννοια ότι ένας γιατρός γνωρίζει τα προβλήματα των ασθενών, ακόμη και αυτά που δεν είναι αμιγώς ιατρικής φύσης, αφού – ειδικά στην επαρχία – οι σχέσεις είναι σε μεγάλο βαθμό διαπροσωπικές και οι ασθενείς εμπιστεύονται στο γιατρό και οικογενειακά τους θέματα ή προβλήματα, όπως ενδεχομένως φαινόμενα οικογενειακής βίας.
  • Να παράσχει φροντίδα στον ασθενή ως ολότητα και ως μέλος της οικογένειάς του και της κοινωνίας, λαμβάνοντας υπόψη την ψυχολογία του και το οικογενειακό, εργασιακό και κοινωνικό του περιβάλλον, δηλαδή να αξιολογεί μία κατάσταση όχι μόνο ιατρικά, αλλά και ανθρώπινα, συνυπολογίζοντας όλες τις παραμέτρους της ζωής του ή του εκάστοτε προβλήματός του και όχι δρώντας αυστηρά ιατρικά και μονοδιάστατα.
  • Να συνεργάζεται με τους τοπικούς φορείς της κοινωνίας όπου εργάζεται, με σκοπό την προαγωγή της υγείας του πληθυσμού της ζώνης ευθύνης του ιατρείου του. Πιο συγκεκριμένα, θα πρέπει να δρα σε κάθε πρόβλημα με γνώμονα τον προαναφερθέντα συλλογισμό περί πρόληψης, αλλά και θεραπείας και να καθοδηγεί τον ασθενή ή - εν προκειμένω το θύμα – στις σωστές κατευθύνσεις και φορείς, όπου θα δεχθούν τη δέουσα φροντίδα και ψυχολογική υποστήριξη.
  • Να γνωρίζει τους κανόνες της δεοντολογίας που διέπουν την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος και την υποχρέωση τήρησής τους, πρέπει δηλαδή να ενεργεί σε κάθε περίπτωση με σκοπό τη διαφύλαξη του καλώς εννοούμενου συμφέροντος του ασθενούς, της αξιοπρέπειας του ιατρικού λειτουργήματος και την προστασία των νόμιμων ηθικών και οικονομικών συμφερόντων του ιατρικού σώματος.

Οι ανωτέρω αναφερόμενοι στόχοι χρήζουν ωστόσο περαιτέρω ανάπτυξης, στα πλαίσια της ενίσχυσης και αναβάθμισης των υφιστάμενων κοινωνικών δομών και της αντιμετώπισης του προβλήματος της βίας μέσα στην οικογένεια από το μετερίζι του γενικού γιατρού.
Αν δεν ληφθεί πρόνοια προς την κοινωνική και ανθρώπινη κατά βάση κατεύθυνση και αν η κρατική παρέμβαση περιοριστεί στη θέσπιση ποινικών μόνο διατάξεων, θα δίνεται η εντύπωση ότι ποινικοποιούνται προβλήματα της οικογένειας, χωρίς να επιδιώκεται και να διευκολύνεται η επίλυσή τους. Κάθε άλλη λύση λοιπόν είναι ατελέσφορη. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου